ἐπιδάκνω

ἐπιδάκνω
ἐπιδάκν-ω,
A bite: hence, of anything pungent, sting, cause to smart,

ὁ καπνὸς ἐ. τὰς ὄψεις Arist.Fr.660

; of urine, Ath.1.32e;

ἐ. τὴν γεῦσιν Dsc.2.166

: metaph., Satyr.Vit.Eur.Fr.39xvi27:—[voice] Med., Nic.Al. 19,121:—[voice] Pass.,

οἱ-όμενοι τὴν κύστιν Dsc.1.112

; of hunger, Apollod. ap.Suid.s.v.καρδιώττειν.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιδάκνω — ἐπιδάκνω (Α) 1. δαγκώνω 2. (για καπνό, κρασί) ερεθίζω («ὁ καπνός ἐπιδάκνων τὰς ὄψεις», Αριστοτ.) 2. παθ. αισθάνομαι ζαλάδα 3. μέσ. ἐπιδάκνομαι πονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δάκνω «δαγκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανεπίδηκτος — ἀνεπίδηκτος, ον (Α) [επιδάκνω] Ιατρ. όποιος δεν προκαλεί ερεθισμό …   Dictionary of Greek

  • δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”